- ξενογλωσσία
- Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι γλώσσες αυτές είναι πάντα ιστορικά καθορισμένες (είτε μιλιούνται ακόμα είτε έχουν εκλείψει) και κατ’ αυτό η ξ. διαφέρει από τη γλωσσολαλία, που συνίσταται στην ασυνάρτητη ομιλία με γλωσσήματα τα οποία συνδέονται με τη λεκτική κληρονομιά μιας ή περισσότερων γλωσσών, αλλά παραμορφωμένα και χωρίς κανένα νόημα στο σύνολό τους. Σε μερικές περιπτώσεις, από τις πιο γνωστές, το φαινόμενο της ξ. παρουσιάζεται ως εκδήλωση ακουστικών αναμνήσεων που έμειναν από την παιδική ή τη νεανική ηλικία: μερικές φορές δημιουργείται η πιθανότητα φαινομένου διαίσθησης που συνδέεται με τις γλωσσικές γνώσεις ενός από τους παριστάμενους.
* * *η1. το να μιλά κάποιος ξένες γλώσσες2. (παραψυχολ.) φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο έχει την ικανότητα, όταν βρίσκεται σε αλλοιωμένη κατάσταση συνείδησης, λ.χ. σε ύπνωση, να μιλά μια υπαρκτή ξένη γλώσσα, την οποία δεν γνωρίζει όταν βρίσκεται σε κανονική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoglossy (< ξένος + γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.